- μώμε
- μῶμεμῶμοςblame: masc voc sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
Μῶμε — Μῶμος blame masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μῶμε — μῶμος blame masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επισφάζω — ἐπισφάζω και ἐπισφάττω (Α) [σφάζω] 1. σφάζω πάνω σε βωμό ή τάφο («καὶ ἅμα πρόβατα πολλὰ ἐλαύνειν ὡς ἐπισφαγείη τῷ Ἁβραδάτα») 2. σφάζω επί πλέον ή μετά από κάποιον («τρίτον θῡμ’ ὡς ἐπισφάξων δυοῑν») 3. αποτελειώνω τον φόνο 4. φέρνω σε δύσκολη θέση … Dictionary of Greek